- πόνεμα
- τό1) прям. , перен. боль; 2) сострадание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πόνεμα — ατος, το, ΝΜ το να πονά κανείς, ο πόνος, η οδύνη και κυρίως η ψυχική νεοελλ. οδυνηρό εξάνθημα, καλόγερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πονώ, κατά τα ουδ. σε εμα < ρ. σε εύω (πρβλ. κλάδ εμα, μάζ εμα)] … Dictionary of Greek